- ταχυγενεσία
- και ταχυγένεση, η, Νβιολ. επιτάχυνση τής ανάπτυξης, κατά την οποία συμπτύσσονται ή παραλείπονται ορισμένα στάδια τής εμβρυΐκής εξέλιξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -γενεσία / γένεση (< θ. γεν- τού γίγνομαι), πρβλ., πολυ-γενεσία / πολυ-γένεση].
Dictionary of Greek. 2013.